Κατηγορίες
ΑΠΟΨΕΙΣ ΑΠΟΨΗ 3

«Όλα εδώ πληρώνονται…..»

Πράγματι, πριν από λίγες ημέρες το ως άνω λαϊκό απόφθεγμα πραγματώθηκε προσφυώς και κυριολεκτικώς εις βάρος της πρωθυπουργού της Νορβηγίας, Έρνα Σόλμπερκ. Το γεγονός αυτό, συνιστώντας μάλλον μία εξαίρεση στην παθογενώς διαμορφωμένη συνήθεια της υπεροχής των κρατικών λειτουργών κατά του νόμου, είναι και μία αρπάγη για τη δικαιοκρατική αρχή, προκειμένου αυτή να μην αποκοπεί πλήρως από την ιδέα της ευρωπαϊκής δημοκρατικής ολοκλήρωσης.

Αυτή η εισαγωγική διαπίστωση δικαιολογείται αν σκεφτούμε πως η κ.Σόλπμερκ υπέστη τις δυσμενείς συνέπειες του νόμου μετά την καταφανή παραβίαση του. Μεσούσης της πανδημίας και τεθειμένων σε εφαρμογή μέτρων με κανονιστικό και απαγορευτικό περιεχόμενο με σκοπό την αντιμετώπιση του κορονοιού η πρωθυπουργός διοργάνωσε σε χειμερινό θέρετρο οικογενειακή 13 ατόμων προκειμένου να γιορτάσει τα 60α γενέθλια της κατά παράβαση της απαγόρευσης διοργάνωσης εκδηλώσεων με άτομα περισσότερα των 10. Το διοικητικό πρόστιμο που της επιβλήθηκε από τις αστυνομικές αρχές και τελικά κατέβαλε η κ.Σόλμπερκ ανερχόταν στα 1.900 ευρώ, ενώ η ίδια απολογήθηκε επιπροσθέτως για την απείθαρχη και παράνομη συμπεριφορά που επέδειξε.

Παρόμοιο περιστατικό με πρωταγωνιστικό πάλι πρόσωπο τον πρωθυπουργό συνέβη πριν από λίγους μήνες και στη χώρα μας, και μάλιστα εις διπλούν, χωρίς όμως την ίδια ενθαρρυντική και επιβεβαιωτική για το δημοκρατικό πολίτευμα κατάληξη. To πρώτο ήταν η ποδηλασία του πρωθυπουργικού ζεύγους σε μία περιοχή ευρύτερη του δήμου κατοικίας του -για την οποία εριζόταν αν είναι επιτρεπτή ακόμα και κατ’ ενάσκηση της ελευθερίας στη σωματικής άσκησης- και η μεταγενέστερη ανάρτηση φωτογραφίας του με παρέα μηχανόβιων χωρίς καμία απόσταση και χρήση μάσκας. Και το δεύτερο, η πολυσυζητημένη συμμετοχή του πρωθυπουργού στο πολυπληθές για τα δεδομένα της πανδημίας γεύμα, στο σπίτι βουλευτή του στην Ικαρία έπειτα από επιθεώρηση των εμβολιασμών στο νησί. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε τα αστοχήματα του, επισημαίνοντας ακόμα στην πρώτη τον «υποδειγματικό» για τους πολίτες ρόλο όλων των πολιτικών προσώπων. Παρόλα αυτά σε μία πολιτεία που θέλει να είναι οργανωμένη στη βάση ενός κυρίαρχου νόμου, του Συντάγματος, το οποίο αποκηρύσσει την ανισότητα και τη διάκριση των πολιτών με κριτήριο την αξιωματική τους θέση, ανάξια λόγου κρίνεται η παραδοχή ενός απαγορευμένου σφάλματος από τον πρωθυπουργό. Αντιθέτως, κρίνεται εφαρμοστή και εφαρμοστέα η επίδοση στον παραβάτη -και ακόμα ισότιμο πολίτη- του διοικητικού προστίμου για τη διπλή καταπάτηση του νόμου για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Όχι επειδή η καταματωμένη ελληνική οικονομία θα διασωθεί με τα 600 ευρώ του πρωθυπουργού, ούτε καν για να αναβαθμιστεί η ποιότητα της κριτικής από την αντιπολίτευση -που χρόνο δεν έχασε να κατηγορήσει για ανικανότητα σύσσωμη την κυβέρνηση- ,ούτε τόσο επειδή η συμπεριφορά ενός τέτοιου δημόσιου προσώπου είναι ανεπιφύλαχτα εγερτήρια αλυσιδωτών παραβιάσεων του ίδιου νόμου προς ικανοποίηση του κοινού αισθήματος περί δικαίου και ασφάλειας, αλλά επειδή χωρίς την ισότιμη εφαρμογή του νόμου καταρρέει το συνταγματικό πολίτευμα. Ένα πολίτευμα που υπάρχει χάρη στη κυρίαρχη βούληση του λαού να τεθεί το σύνταγμα. Πρόκειται για την αποκαλούμενη «πρωτογενή συντακτική εξουσία» που μεταξύ άλλων είναι και αυτονομιμοποιούμενη. Από τη στιγμή, όμως, που αρχίζει να υπάρχει κυρίαρχο γίνεται το σύνταγμα, ο λαός μετατρέπεται σε εκλογικό σώμα και ισχύει ό τι προβλέπεται σε αυτό, όλα είναι πλέον «συντεταγμένα». Ο λαός είναι κυρίαρχος διότι το ορίζει το σύνταγμα και κράτος δικαίου υπάρχει επειδή επίσης ορίζεται από το σύνταγμα, άρα στην υπερκείμενη θέση βρίσκεται ο νόμος. Γι’ αυτό η απαρέγκλιτη εφαρμογή του νόμου σε κάθε περίπτωση είναι τρόπος ελέγχου της γνησιότητας του συνταγματικού πολιτεύματος, το οποίο ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο απολάκτισε. Τόσο σημαντικό που οφείλει να εξασφαλίζει την ενότητα της κυβέρνησης και να κατευθύνει τις ενέργειες της μέσα στο πλαίσιο των νόμων. Φυσικά μετά τα απροκάλυπτα γεγονότα η ενότητα αυτή ρηγματώθηκε με μέλη της κυβέρνησης να τηρούν απόλυτη σιγή, δηλώνοντας ωστόσο σιωπηρά την εναντίωσή τους στην πράξη του πρωθυπουργού.

Όπως, λοιπόν, φάνηκε, από τον κ. Μητσοτάκη δεν πληρώθηκε τίποτα. Το ουσιώδες, ωστόσο, τίμημα που καταβάλλει η Ελλάδα όταν τέτοια γεγονότα ξεπροβάλλουν με τόσο ωμή ειλικρίνεια είναι πολύ πιο ακριβό από το πρόστιμο της κ.Σόλμπερκ, ανυπολόγιστο θα λέγαμε. Γεγονότα δηλαδή όπως, η ολοφάνερη απειθαρχία και ατιμωρησία ισχυρών πολιτικά προσώπων, η νομοθέτηση φύλαξης των πανεπιστημίων από σώματα της ελληνικής αστυνομίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη καθ΄υπέρβαση της κατοχυρωμένης ακαδημαϊκής ελευθερίας και αυτοτέλειας των πανεπιστημίων, η άγρυπνη επιφυλακή μέρους της αστυνομίας να επιβάλλει την τάξη ή απλώς να αυτοθαυμαστεί χρησιμοποιώντας τη «ράβδο», η ανεκδιήγητη αποποίηση από την ελληνική δημόσια διοίκηση του καθήκοντος της να εξατομικεύσει έναν κανόνα γενικής και αφηρημένης ισχύος επειδή υπαγόταν σε αυτόν ένας τρομοκράτης και δολοφόνος ισοβίτης, ο οποίος βέβαια είχε ήδη καταδικαστεί. Το κόστος αυτών είναι εξαιρετικά βαρύτιμο, αφού καταδεικνύουν πως ο ελληνικός λαός παρά το φανερό καμάρι του είναι ένας απλός τυμβωρύχος του παρελθόντος του, που έρχεται να εκμεταλλευτεί την λαμπρότητα των προγόνων του για να ντύσει τον σκοταδισμό των σημερινών του αποφάσεων, που καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με όσους σταδιακά θεμελίωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα και ενέπνευσαν τα ευρωπαϊκά κινήματα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Πλέον έχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό ότι ο καθένας κρίνεται με μόνη παράμετρο την ατομική του δράση, τα διαχρονικά «τιμαλφή» ιδεώδη δεν μπορούν να ισοδυναμούν με μία συνεχή επιεική κριτική. Στιγμές της Ελλάδας έχουν αμαυρώσει τελευταία τη θέση της στον ευρωπαϊκό και διεθνή κόσμο και αυτό είναι μία κοινή αλήθεια.

Συμπερασματικά, η Νορβηγία απέδειξε στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη την προσήλωση της στην προσπάθεια για μία ευρωπαϊκή δημοκρατική ολοκλήρωση εφαρμόζοντας αδιακρίτως τον νόμο και επιβεβαιώνοντας το κράτος δικαίου τόσο με την έννοια της δέσμευσης της κυβέρνησης από τους κανόνες όσο και με την έννοια της χρηστής απονομής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε όλους τους πολίτες. Η Ελλάδα απέτυχε διαδοχικά να συνεισφέρει κάτι στον σκοπό αυτό επιβεβαιώνοντας μόνο ό τι εδώ και πολλά χρόνια έχει τραγουδήσει ο Γιάννης Πάριος «όλα εδώ πληρώνονται, τα μάτια της στον κόσμο ταπεινώνονται» !

Αριστείδης Κυπριώτης

Κατηγορίες
ΑΠΟΨΕΙΣ ΑΠΟΨΗ 1

«Η νομιμότητα της εκδοτικής αναβίωσης της Βαστίλης»

Τον Ιούλιο του 1789 τα καταδυναστευμένα λαϊκά στρώματα στη Γαλλία, ελαυνόμενα από αισθήματα ασυγκράτητης εξαλλοσύνης και επαναστατικότητας, καταφέρνουν να κηρύξουν με πυγμή: «Εάλω η Βαστίλη» («Κυριεύθηκε η Βαστίλη»)! Αυτό το οχτάπυργο δεσμωτήριο, σύμβολο της μοναρχικής αυθαιρεσίας, είχε πλέον κυριευθεί και η συνακόλουθη επιτυχία της Γαλλικής Επανάστασης επισφραγίζεται με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη το 1793. Δυνάμει αυτής, και μεταξύ άλλων, «καθένας είχε το δικαίωμα να δημοσιεύει τις σκέψεις και τα φρονήματά του, με τον τύπο, τον προφορικό λόγο ή όπως αλλιώς νομίζει». Ποιός μπορούσε να προβλέψει ότι 227 χρόνια αργότερα το πολυπόθητο αυτό δικαίωμα, που παρακρατήθηκε από την βασιλική αυθαίρετη εξουσία, θα ενασκούνταν με τον ίδιο αυθαίρετο τρόπο και χωρίς ουσιαστικές έννομες συνέπειες;

O λόγος γίνεται, φυσικά, για το περιλάλητο γαλλικό σατιρικό περιοδικό «Charlie Hebdo», του οποίου η γελοιογραφία πριν από πέντε μήνες αποτέλεσε έναν ακόμη αποσταθεροποιητικό παράγοντα στις σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και την Τουρκία αλλά και στον ισλαμικό κόσμο «εν συνόλω». Εξαιτίας αυτής της γελοιογραφίας ο τούρκος εισαγγελέας αιτήθηκε πριν από λίγες ημέρες την επιβολή ποινής φυλάκισης σε τέσσερις συνεργάτες του γαλλικού περιοδικού. Σε αυτό απεικονιζόταν ο Πρόεδρος της Τουρκίας με φιλήδονη διάθεση να αποκαλύπτει τους γλουτούς της συζύγου του, οι οποίοι ενσαρκώνουν τον ύστατο προφήτη του Ισλαμισμού, Μωάμεθ. Μάλιστα, η φιλονικία σε διεθνές επίπεδο κλιμακώθηκε περαιτέρω με την αδειοδότηση από τη γαλλική κυβέρνηση να φωτιστούν κυβερνητικά κτίρια με επίμαχα σαρκαστικά σκίτσα, που κατά διαστήματα το «Charlie Ηebdo» έχει εκδώσει. Πέρα από κάποιες εύληπτες πτυχές τους τα δύο παραπάνω γεγονότα μάς οδήγησαν σε μία χαοτική προσπάθεια  αμοιβαίας οριοθέτησης και συμβιβασμού δύο ισότιμων έννομων δικαιωμάτων: Της ελευθερίας του Τύπου, ως παραμέτρου της ελευθερίας της έκφρασης, αφενός και της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης από κοινού με τον σεβασμό στην εγγενή αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου, αφετέρου.

Στο περίπλοκο αυτό ζήτημα, που κάθε άλλο παρά πρωτόφαντο ήταν, μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο καλώς οχυρωμένα αντιμαχόμενα στρατόπεδα: Του πρώτου ηγείται ένα μέσο μετάδοσης απόψεων και πληροφοριών με διασφαλισμένη την δυνατότητα διατύπωσης και δημοσίευσης απόψεων και με δεδηλωμένο σατιρικό προσανατολισμό, ενώ στο άλλο έχουν συσπειρωθεί όλοι οι κατά ελεύθερη βούληση μυημένοι στη μουσουλμανική θρησκεία. Όσον αφορά στο «οπλοστάσιο» του πρώτου στρατοπέδου ο Καταστατικός Χάρτης ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαφυλάττουν ως κόρην του δημοκρατικού οφθαλμού την ελευθερία έκφρασης περιορίζοντάς τη μόνο χάριν προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους, της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της υγείας, ηθικής, υπόληψης ή δικαιωμάτων τρίτων προσώπων. Από το ίδιο λογικό πλαίσιο εκκινεί και το δικαίωμα στη βλασφημία, η καθύβριση δηλαδή των θείων με οποιοδήποτε τρόπο, το οποίο, αν και χαλιναγωγείται σε περίπτωση εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού μίσους που υποκινεί διακρίσεις, εχθρότητα ή βία, ποτέ δεν αναιρείται, όπως είχε σημειώσει τότε και ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει πως η ποινικοποίηση της βλασφημίας – όπου αυτή εφαρμόζεται- είναι συμβατή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση με σκοπό την προφύλαξη της θρησκευτικής ελευθερίας. Προσωπικά πιστεύω πως ο περιορισμός στην ελεύθερη έκφραση πρέπει να πραγματοποιείται ύστερα από ενδελεχή έλεγχο της αιτιολογικής του βάσης, η οποία οφείλει να είναι σύμφωνη με την τελεολογική ερμηνεία του νόμου. Και αυτή η ερμηνεία δεν μπορεί επ’ ουδενί να εγείρει την υπόνοια της φίμωσης των δημοσιογραφικών οργάνων. Αυτή η αντικειμενική δυσχέρεια στην υποχώρηση των ανωτέρω δικαιωμάτων βαίνει αυξανόμενη στην εξεταζόμενη περίπτωση του σατιρικού περιοδικού. Η ιδιότητα αυτή του περιοδικού είναι που προδιαθέτει τους πολίτες ότι θα ασκηθεί ειρωνική και αλύγιστη κριτική σε ό,τι ταράζει την κοινωνική και πολιτική ζωή. Εντός αυτών των νομικών δεδομένων οι θιγόμενοι –δικαίως κατά τη γνώμη μου- στον τομέα των θρησκευτικών πεποιθήσεων θα έπρεπε να μπορούσαν απλώς να κατηγορήσουν τους παραγωγούς της σάτιρας για έλλειψη μέτρου και ασχημοσύνη διατρανώνοντας το σύνθημα «Εκάς οι βέβηλοι» («Μακριά οι ασεβείς») χωρίς να «νομιμοποιούνται ενεργητικά», όπως υποστηρίζεται νομικά, να μπορούν να στραφούν δικαστικά εναντίον τους με επιτυχία.

Η αλήθεια είναι πως σε δημοκρατικά κράτη η διαπίστωση της ακώλυτης ελευθερίας στην έκφραση συνιστά εξυγιαντικό συστατικό του πολιτεύματος. Η παρεμβατική δράση σε αυτήν ιδιώτη ή φορέα άσκησης κρατικής εξουσίας συνεπάγεται επί της ουσίας αποτυχία αυτού του πολιτειακού καθεστώτος. Αυτή, ωστόσο, η αξιωματική θέση δεν πρέπει να αποτελεί το «άλλοθι» όσων αγνοούν τους κανόνες του δημοκρατικού διαλόγου και της κοινωνικής ευπρέπειας, τους  προερχόμενους από τη σύμφυτη αξιοπρέπεια και αυταξία κάθε ανθρώπου. Η αυθαίρετη ομιλία και η γραφή αυτών πρόκειται να παρασύρουν με χειμαρρώδη δύναμη τα επίσης συνταγματικά προβλεπόμενα δικαιώματα των συμπολιτών τους. Δυστυχώς, η «Charlie Hebdo» με τα διαδοχικά αντι-ισλαμικά δημοσιεύματα της και τη συγκατάθεσή να απεικονιστούν απέδειξε πως πλέον ενεργεί κατά το δοκούν, άσχετα με το αν συμπράττει σε αυτό και η γαλλική κυβέρνηση. Έχει υπερβεί το δημοκρατικό μέτρο προσομοιάζοντας στο σύμβολο της ανεξέλεγκτης εξουσίας του 1789, τη Βαστίλη. Μόνο που το 2021 η αυθαιρεσία αυτή έχει δημοσιογραφικό και εκδοτικό περίβλημα και καθίσταται απρόσβλητη από τον νόμο εξαιτίας των αφηρημένων κριτηρίων απόδειξής τέτοιας αυθαιρεσίας. Γι’ αυτό σε μία ισορροπημένη δημοκρατία, όπου καιροφυλακτεί ο κίνδυνος των εσωτερικών αντιφάσεων και αλληλοαναιρέσεων, έχουν οι πολίτες το καθήκον να διαγράφουν σαφείς γραμμές κατά την παράλληλη ενάσκηση των δικαιωμάτων τους. Και απαραίτητο προστάδιο είναι η ικανοποίηση τους με τα αναγνωρισμένα τους δικαιώματα και η αποφυγή της παράνομης κατάχρησής τους. Το γαλλικό περιοδικό εμφανίστηκε «αχόρταγο» με το δικαίωμα του να τοποθετείται ανεμπόδιστα, καθώς αυτό το δικαίωμα απέχει παρασάγκας από τη συστηματική, αλαζονική και τελικά αχρείαστη κατάδειξη της αντίθετης άποψης του. Αντιτίθεται στη θρησκόληπτη θέαση της ζωής από τους μουσουλμάνους και στην προσπάθεια καθολικής ισλαμοποίησης από θρησκευτικά μαινόμενους εξτρεμιστές. Η έντονη αναπαραγωγή, εντούτοις, των απόψεών τους είναι περιττή δεδομένου ότι αυτές είναι εκπεφρασμένες εδώ και πολύ καιρό μέσα από παρόμοια σατιρικά κείμενα και εκεί έπρεπε να μείνουν. Η φωτεινή απεικόνισή τους σε τοίχους δημοσίων κτιρίων όχι μόνο υποδήλωνε παλιμπαιδιστικές και προκλητικές τάσεις αλλά μαρτυρούσε περισσότερο τις ύπουλες προθέσεις εκ μέρους του περιοδικού και της συμπράττουσας γαλλικής ηγεσίας παρά ένα μήνυμα αλληλεγγύης έπειτα από τον θάνατο του καθηγητή ιστορίας Σαμιουέλ Πατί στις 16/10/2020. Προθέσεις που αφορούσαν στη χειραγώγηση και ιδεολογική στράτευση των πολιτών κατά του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Παρότι ο τελευταίος συγκαταλέγεται στα διεθνή καρκινώματα, κανένας δεν μπορεί να λειτουργεί ως «κατασκευαστής» βουλήσεων για τους άλλους, έστω και ενάντια σε αυτό το φαινόμενο. Έτσι, και το λουκέτο σε πλήθος από χώρους θρησκευτικής λατρείας, η διεξαγωγή έρευνας σε ιδιωτικό χώρο υποτιθέμενων υπόπτων, ο έλεγχος σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι μαζικές απελάσεις ισλαμιστών –όλα αυτά άνευ επαρκούς λόγου και βασισμένα σε εικοτολογίες- δικαίωσαν πανηγυρικά τα τουρκικά κυβερνητικά στελέχη που κατήγγειλαν τις ψευδεπίγραφες προθέσεις της Γαλλίας κάνοντας λόγο για πολιτισμικό ρατσισμό. Και ασφαλώς, η συγκεκριμένη γαλλική πολιτική αναρρίπισε το μέτωπο της τρομοκρατίας εξοργίζοντας τους αποκρουστικούς ταραξίες. Με βεβαιότητα η δημοκρατία δεν οφείλει να υποχωρεί άτακτα απέναντι στους εχθρούς της, αλλά όταν το μάρμαρο το πληρώνουν αθώοι πολίτες η διαλλακτικότητα και η περίσκεψη πρέπει να βρίσκονται την πρώτη γραμμή.

Συμπερασματικά, η ισχύς των δημοκρατικών δικαιωμάτων με αρμονικό τρόπο, εν προκειμένω της ελευθερίας στην έκφραση και τη θρησκευτική συνείδηση, δεν μπορεί να υφίσταται στην πράξη από κανένα θεμελιώδη νόμο παρά μόνο από την καθημερινή μας πρακτική. Η εκμετάλλευση της πρώτης αρχής από τη «Charlie Hebdo» της κόστισε το 2015 οχτώ εργαζόμενους εξαιτίας τρομοκρατικής επίθεσης και μέχρι και το 2020 συνεχίζει να κοστίζει στο δημοκρατικό πολίτευμα. Ας βάλουμε ένα τέλος σε αυτήν την αιματηρή εκμετάλλευση. Άλλωστε, η τουρκική διοίκηση δεν φαίνεται να συγχωρεί, αντιθέτως τιμωρεί δικαίους και αδίκους !

Αριστείδης Κυπριώτης

Κατηγορίες
ΑΠΟΨΕΙΣ ΑΠΟΨΗ 3

«Στην δαιδαλώδη ατραπό της άμβλωσης…..»

Έπειτα από τη γνωστοποίηση της ψήφου του ευρωβουλευτή Στέλιου Κυμπουρόπουλου σε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πλημμυρίδα σχηματίστηκε από όσους ξεσπάθωσαν ενάντια στη σχετική απόφασή του. Μία απόφαση που προέτασσε «το σύμφυτο δικαίωμα στη ζωή όλων των προσώπων και την προστασία αυτού από τη στιγμή της σύλληψής τους». A contrario («εξ αντιδιαστολής») προέκυπτε η πεποίθησή του κ. Κυμπουρόπουλου κατά της άμβλωσης σε οποιαδήποτε περίπτωση ή χρονική στιγμή της κύησης. Μεταξύ των επικριτών βρισκόταν και η οικεία παράταξη του ευρωβουλευτή, η Νέα Δημοκρατία, η οποία αποποιήθηκε ρητά την αντιπροσωπευτικότητα μιας τέτοιας θέσης, κάτι που τελικά έκανε και ο κ.Κυμπουρόπουλος σε ραδιοφωνική και τηλεοπτική του συνέντευξη προασπίζοντας τα δικαιώματα των γυναικών.

Όπως και να έχει, όμως, η εδραία άποψη του ευρωβουλευτή, δεν είναι η πρώτη φορά που παρεισφρέει η προβληματική της έκτρωσης στην καθημερινότητα των πολιτών ανά τα κράτη. Ας μην ξεχνάμε την νεωστί εκδοθείσα απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Πολωνίας που συρρικνώνει την περιπτωσιολογία της νόμιμης έκτρωσης, επιτρέποντας τη μόνο αν απειλείται η υγεία της κυοφόρου ή αν η κύηση είναι το αποτέλεσμα βιασμού ή αιμομιξίας. Αυτή, βέβαια, η προβληματική είναι εξαιρετικά ακανθώδης, αφού διαπλέκονται για άλλη μία φορά συνταγματικές κατά βάση και δευτερευόντως ηθικές συνισταμένες.

Οι ένθερμοι υποστηρικτές του δικαιώματος στην έκτρωση υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις προβάλλουν, σε πρώτο βαθμό, το διασφαλισμένο στο Σύνταγμα δικαίωμα των γυναικών να αναπτύσσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους, αυτοδιαθέτοντας κατά συνέπεια το σώμα τους και παρεμβαίνοντας παντοιοτρόπως σε αυτό. Το αντιτάξιμο αυτής της δυνατότητας έναντι παντός ελέγχεται με την απαραίτητη προϋπόθεση της μη προσβολής δικαιωμάτων άλλων προσώπων -εν προκειμένω ενός κυοφορούμενου εμβρύου- και εδώ έγκειται το πρώτο σημείο τριβής. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει συναίνεση για το χρονικό σημείο απόκτησης προσωπικότητας από το έμβρυο ώστε να μην μπορεί να διαπιστωθεί με βεβαιότητα η παραβίαση της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για σεβασμό κάθε ανθρώπινης ζωής. Παρακάμπτοντας, πάντως, αυτό το αδιέξοδο πολλοί είναι αυτοί που καταφεύγουν στην θεώρηση της άτυπης -και δαρβινιστικής εν μέρει, αφού πρόκειται να επιβιώσει ο ισχυρότερος- υπεροχής του κυρίου στη σχέση κυοφόρου-κυοφορούμενου. Ισχυρίζονται πως το έμβρυο είναι εξαρτώμενο  από μία γυναίκα η οποία απολαμβάνει συνολικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο, σε αντίθεση με το έμβρυο που ή δεν είναι καθόλου υποκείμενο δικαιωμάτων ή είναι υποκείμενο μερικών τα οποία δεν πρέπει να συγκρούονται με τα πλήρη δικαιώματα μιας γυναίκας. Χωλός, κατά τη γνώμη μου, είναι ο τελευταίος ισχυρισμός, όπως και το αδιακρίτως επικαλούμενο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δεδομένου ότι αν ασκηθεί αυτό το δικαίωμα θα ανακόψει με σιγουριά -εξαιρουμένου του προνομίου στη ζωή του εμβρύου που τελεί εν αμφιβόλω- την προοπτική να γεννηθεί ένα πρόσωπο με κατοχυρωμένο το δικαίωμα στη ζωή, ένα «δυνάμει» πρόσωπο με ολοκληρωμένα δικαιώματα, και την ευθύνη εδώ υπέχει η γυναίκα που το φέρει. Το σκεπτικό αυτό δεν γίνεται σε καμία περίπτωση να εξομοιώνεται και να νομιμοποιείται όπως και οι μέθοδοι αντισύλληψης υπό το πρίσμα ότι και αυτές παρακωλύουν τη γονιμοποίηση και τη γέννηση ενός προσώπου, διότι αφενός η ερωτική πράξη δεν αποσκοπεί πλέον πρωτευόντως στην αναπαραγωγή αλλά στην κάλυψη του γενετήσιου ενστίκτου αφετέρου  η έκτρωση εφαρμόζεται σε έναν οργανισμό ήδη συνειλημμένο. Αυτό ακριβώς διακυβεύεται από την αυθαίρετη πρόταξη του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, να θεωρηθεί δηλαδή η έκτρωση λειτουργικά ισοδύναμη με ένα τρόπο αντισύλληψης, άρα η ανεπίτρεπτη αμέλεια προς τον δεύτερο να διορθώνεται με το διατυμπανιζόμενο ανεξαιρέτως δικαίωμα στην έκτρωση. Αν γίνει αυτό, ακόμα ένα δικαίωμα θα έχει τεθεί στην ευχέρειά μας, ακόμα μία υποχρέωση, αυτή στην ορθή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των πολιτών, θα έχει θυσιαστεί. Και είναι σαφές ότι πρέπει η υποχρέωση αυτή να αποκτήσει πολιτειακό χαρακτήρα, όπως αποδεικνύεται από το πουριτανικό ακόμα και αναποτελεσματικό οικογενειακό περιβάλλον αλλά και την ανεπαρκή και επικίνδυνη παρέα συνομηλίκων. Ίσως έτσι να μειωθεί αξιόλογα το ποσοστό των νεαρών κοριτσιών, ανάμεσα σε αυτά και πλήθος ανηλίκων, που προβαίνουν στην έκτρωση επειδή απερίσκεπτα επέλεξαν να οδεύσουν ξυπόλυτες στα αγκάθια.

Διαφορετική αλλά εξίσου δυσεπίλυτη είναι και η περίπτωση κατά την οποία η γονιμοποίηση πραγματοποιείται χωρίς τη συναίνεση μιας γυναίκας με την άσκηση σωματικής βίας από ξένο ή βιολογικά συγγενές πρόσωπο με συνέπεια να ανακύπτει και ζήτημα αιμομιξίας. Η κοινή γνώμη αποστρεφόμενη εύλογα τέτοιες πράξεις ως έντονα παραβιαστικές για το ανθρώπινο σώμα, προσβλητικές για την προσωπικότητα κάθε γυναίκας και απαρχή προβλημάτων υγείας για το έμβρυο δεν διαπραγματεύεται καθόλου την εφαρμογή της έκτρωσης. Πρωτίστως, επειδή η εγκυμοσύνη δεν προέκυψε αυτοπροαίρετα αλλά και επειδή οι δυστυχείς γυναίκες δεν αντέχουν στην ιδέα της κυοφορίας ενός εμβρύου από τον βιαστή τους. Φυσικά είναι κατανοητή η σωματική και συναισθηματική καταρράκωση αλλά και η απέχθεια τους προς ό τι ανακινεί στη μνήμη τους το εν λόγω συμβάν, όμως δεν παύει να υφίσταται ένα «δυνάμει» πρόσωπο με την πληρότητα των δικαιωμάτων του, από το οποίο θα μπορέσει να αποσχιστεί η βιολογική μητέρα μετά τη γέννηση του με την παράδοσή του σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα. Το ίδιο κατανοητή γίνεται και η πραγματική αδυναμία θεσμοθέτησης ενός τέτοιου κανόνα δικαίου, που θα υπαγορεύει ουσιαστικά στις βεβιασμένες γυναίκες ποια ψυχολογική κατάσταση θα διαθέτουν. Ένας τέτοιος κανόνας δικαίου μπορεί να διαμορφωθεί εθιμικά συμπληρώνοντας την ελληνική δικαιοταξία με την μακρόχονη και ομοιόμορφη πρακτική των βεβιασμένων γυναικών και, κυρίως, με τη βαθιά συνείδησή τους ότι αυτό είναι το δίκαιο για ένα έμβρυο ικανό να εξελιχθεί σε άνθρωπο.

Σοβαρότερο και πλήρως αδιαπραγμάτευτο, κατά τη γνώμη μου, αιτιολογικό για να ακολουθήσει μία γυναίκα τη λύση της έκτρωσης αποτελεί ο επαπειλούμενος κίνδυνος για τη ζωή της από την κυοφορία ή η πρόκληση από αυτήν κρίσιμων και αθεράπευτων προβλημάτων υγείας στην ίδια ή το έμβρυο. Εδώ εντάσσεται και η περίπτωση της αιμομιξίας. Κάθε γυναίκα πρέπει να είναι σε θέση να λυτρώνει το έμβρυο της από μελλοντικό αβάσταχτο πόνο και να αποβάλει από τον εαυτό της οτιδήποτε απειλεί τη ζωή της. Κάτω από αυτήν την προϋπόθεσή δικαιολογημένα μπορεί να γίνει λόγος για προτεραιότητα του φορέα-προστάτη έναντι του κυοφορούμενου-προστατευόμενου, καθώς το μέσο για να έρθει στη ζωή ο δεύτερος είναι ο πρώτος και το δικαίωμα στη ζωή της μητέρας υπερτερεί του ίδιου δικαιώματος ενός ατελούς υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Ο έγκυρος νόμος από το 1986 στην Ελλάδα για την άμβλωση σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα είναι αρκετά ελαστικός επιτρέποντας τη σε κάθε περίπτωση εντός 12 εβδομάδων και προβλέποντας ενισχυμένες προθεσμίες αν συντρέχει βιασμός, αιμομιξία ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς σωματικής ή ψυχικής ασθένειας της κυοφόρου ή του κυοφορούμενου. Αυτή η ρύθμιση είναι αποκαλυπτική της εύνοιας του νομοθέτη για την μέθοδο αυτή, ενώ στη θέσπιση αυτού του νόμου συνέβαλε η «Αυτόνομη Κίνηση των Γυναικών», μία ομάδα γυναικών που αγωνίστηκε για τη νομιμοποίηση της άμβλωσης. Kατά κανόνα λοιπόν, το επιτρεπτό των αμβλώσεων χωρίς καμία αίρεση αποτελεί καίριο αίτημα του φεμινιστικού κινήματος και πολλών πολιτών παγκοσμίως. Παρόλα αυτά, το φεμινιστικό κίνημα και το γυναικείο φύλο εν όλω δεν θα πρέπει να οικειοποιούνται τη δυσχέρεια του παρόντος ζητήματος θεμελιώνοντας εγωιστικά τις θέσεις τους στη βάση του «αναπόσπαστου» δικαιώματος στην αυτοδιάθεση από τη στιγμή μάλιστα που η απόφαση τους για άμβλωση πρόκειται να επηρεάσει έναν άνθρωπο εν εξελίξει, του οποίου το δικαίωμα στη ζωή ερίζεται από την μία δικαιική τάξη στην άλλη για το πότε αρχίζει. Συνεπώς, η αμφιλογία πρέπει να επικεντρώνεται στην εξισορρόπηση δύο πρωταρχικών προνομίων και όχι στην κατοχύρωση ενός δικαιώματος των γυναικών με σκοπό την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, η οποία προφανώς επιβάλλεται δυνάμει του Συντάγματος.

Επιλογικά, ανεξάρτητα από το ποιος εισηγήθηκε το ψήφισμα για τα δικαιώματα του παιδιού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο -το εξεταζόμενο ψήφισμα το εισηγήθηκαν οι συντηρητικές παρατάξεις- και την ψήφο του κ.Κυμπουρόπουλου οφείλουμε να συμφωνήσουμε ως προς την πολυπλοκότητα της θεματικής των αμβλώσεων. Αυτή η συζήτηση είναι μεγάλη και είναι καλό να ανοίγει. Καθόλου μεγάλη, ωστόσο, δεν πρέπει να είναι η συζήτηση για το αν μία μητέρα θα σκότωνε ή όχι το διαγνωσθέν ως ανάπηρο παιδί της, όπως αντίθετα δήλωσε ο κ.Κυμπουρόπουλος. Αλλιώς η ύστατη διάγνωση δε θα μαρτυρά τίποτα άλλο πέρα από κραυγαλέο κοινωνικό ρατσισμό !

Αριστείδης Κυπριώτης

Κατηγορίες
ΑΠΟΨΕΙΣ ΑΠΟΨΗ 1

«Η Γκουέρνικα, ένας κατάδικος απεργός πείνας και η υποταγμένη Ελλάδα»

Μέχρι και πριν από λίγες ημέρες διάδρομο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κοσμούσε μία υπερμεγέθης ταπετσαρία που αναπαριστούσε την ονομαστή «Γκουέρνικα» του Πάμπλο Πικάσο, δηλωτική της βαναυσότητας του πολέμου και εγερτήρια ενάντια σε κάθε μορφή φασισμού. Αναφερόμενη στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1936 και τη στυγνή θεμελίωση της δικτατορίας Φράνκο, το έργο του Πικάσο αποτελεί την γλαφυρότερη και εναργέστερη περιγραφή των ελληνικών πραγμάτων αυτήν την τελευταία περίοδο. Την περίοδο κατά την οποία ένας ισοβίτης κρατούμενος νοσηλεύεται ημιθανής αιτούμενος την ισότιμη εφαρμογή του νόμου.

Οι συμβολισμοί του ως άνω πίνακα δεν θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται περισσότερο στο γεγονός που συνταράσσει τη χώρα μας και την ευρωπαϊκή ήπειρο στο σύνολό της. Και πώς θα μπορούσε να μην είναι συνταρακτική η απόφαση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης να μην εκτελέσει έναν νόμο -τον ν.4760/2020 για τις φυλακές παραμονής των καταδικασθέντων για τρομοκρατικά εγκλήματα και των απωλεσάντων τη δυνατότητα λήψης τακτικών αδειών-  γενικής και αφηρημένης ισχύος, ακόμα και μετά το δημοσιευμένο πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη για την αυστηρή εκτέλεση του ; Παραβιάζοντας ξεδιάντροπα τον νόμο και το Σύνταγμα ως προς την ισότητα των πολιτών και απαξιώνοντας τη διοικητική προσφυγή του βλαπτόμενου υλικά και ηθικά και τον ενδιάμεσο έλεγχο από την Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή τί ακριβώς αντικατοπτρίζει αυτή η κυβέρνηση πέρα από έναν αυταρχικό ταύρο που με τρόπο φλεγματικό αντιμετωπίζει την αυθαιρεσία της ; Απέναντι σε αυτό το τερατώδες καθεστώς ο φυλακισμένος και απεργός πείνας, Δημήτρης Κουφοντίνας, στην κυριολεξία βγάζει τις βουβές ιαχές του αλόγου δεδομένης της σοβαρής σωματικής του καταπόνησης. Και ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες μορφές πλείονες απλοί πολίτες που κρατώντας τη σπάθη του Κράτους Δικαίου διαδηλώνουν και θυσιάζονται, όπως ο νεκρός πολεμιστής, εν μέσω περιοριστικών μέτρων πανδημίας για την ισονομία αλλά και οι συγγενείς των 13 θυμάτων Κουφοντίνα που, με τον πόνο της μάνας για το πεθαμένο παιδί της, προτρέπουν σε λήξη της απεργίας, καθώς το κράτους δικαίου δεν πρέπει να εκβιάζεται.

Και έπειτα από αυτήν την απάντηση των πολύπαθων συγγενών διερωτάται κανείς: «Γιατί, υπάρχει δικαιοκρατική αρχή για να εκβιαστεί;». Όταν κάποιος αδικείται από την πολιτεία παράνομα και αντισυνταγματικά με το αιτιολογικό ότι είναι δολοφόνος και αυτό του πρέπει πέρα από τη δικαστική κρίση για κάθειρξη ισοβίως. Όταν προσφεύγει διοικητικά και ενδιαμέσως ενάντια σε αυτήν και το αίτημα του αγνοείται, αφήνοντας μόνο περιθώρια για παροχή δικαστικής προστασίας. Όταν υπερπηδάται η συνταγματική εγγύηση της οργανωτικής αυτοτέλειας και αυτοδιοίκησης των πανεπιστημιακών μονάδων με την ανάθεση της φύλαξής τους σε ένοπλες ελληνικές αστυνομικές αρχές κατόπιν σύμπραξης Υπουργείου Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη και με το συγκαταβατικό νεύμα της Προέδρου της Δημοκρατίας στην ουσιαστική αυτή αντισυνταγματικότητα. Όταν αντικαθίσταται ο δημόσιος διαγωνισμός για κατάληψη δημοσίων θέσεων, όπως αυτή του Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, από έναν απλό και διαβλητό -ίσως- ορισμό. Πού είναι η αρχή της νομιμότητας στα παραπάνω, η αρχή της προστασίας του πληττόμενου διοικουμένου, η αρχή της δέσμευσης των πολιτειακών οργάνων στις σχέσεις τους με τους διοικουμένους από τους ιεραρχικά ανερχόμενους κανόνες της έννομης τάξης μας ; Ασφαλώς και πρέπει ο Κουφοντίνας να απευθυνθεί στους ασκούντες τη δικαστική εξουσία αντί να υποβάλλεται εκουσίως σε αυτόν τον αργό θάνατο, αυτή όμως δεν μπορεί να βγάλει από τον βούρκο της απολυταρχίας τη δημόσια διοίκηση, θα συνεχίσει να κυλιέται σε αυτόν αρνούμενη την υπερκείμενη θέση του νόμου.

Και μέσα σε όλα αυτά, για άλλη μία φορά, η υποκρισία μεσουρανεί. Επέτειοι για την ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος το 1822 στην Επίδαυρο και ένθερμες δηλώσεις από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας που ύμνησε το Σύνταγμα του 1822 ως βάση για το σημερινό – το οποίο ωστόσο δεν υπηρέτησε εκδίδοντας και δημοσιεύοντας το αντισυνταγματικό νομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη. Περηφάνια και καμάρι για τα 200 χρόνια προσεχώς από την ελληνική επανάσταση κατά του οθωμανικού ζυγού και το αδούλωτο φρόνημα των προγόνων μας, το οποίο αποδεικνύεται εξαιρετικά δουλοπρεπές από μερικούς επιγόνους τους προς τις δεσποτικές κατά καιρούς πράξεις της διοίκησης, κάτι που μας κάνει δικαιολογημένα να αμφισβητούμε την ουσιαστική απελευθέρωση των Ελλήνων.

Είναι γεγονός πως τις τελευταίες ημέρες η χώρα μας ζει τη δική της «γκουέρνικα». Ο φασισμός, ολοφάνερα, δεν έπαψε στις 10/10/2020, όταν καταδικάστηκαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής παρά τις επίμονες τότε προειδοποιήσεις για την αποτροπή της επανάπαυσης και της ενδεχόμενης διολίσθησης σε αυτόν. Στο έργο του Πικάσο, παρόλα αυτά απεικονίζεται μία μικρή φωτεινή πόρτα. Το κράτος δικαίου έχει τη δυνατότητα να αναστηλωθεί. Θα προλάβει να το δει ο κυρίως αδικούμενος αυτή τη φορά ;

Αριστείδης Κυπριώτης