Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφρασε σήμερα την ικανοποίησή του για την «σημαντική πρόοδο» που σημειώθηκε στις διαπραγματεύσεις μεταξύ αμερικανών και κινέζων αξιωματούχων στη Γενεύη, αναφορικά με τους δασμούς. Υποστήριξε ότι οι συνομιλίες οδήγησαν σε μια «πλήρη επανεκκίνηση» των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου.
Μέσω ανάρτησής του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ ανέφερε: «Είχαμε μια πολύ καλή συνάντηση σήμερα με την Κίνα στην Ελβετία. Πολλά θέματα συζητήθηκαν και πολλά συμφωνήθηκαν. Διαπραγματευτήκαμε με φιλικό, αλλά εποικοδομητικό τρόπο για μια πλήρη επανεκκίνηση. Επιθυμούμε να δούμε ένα άνοιγμα της Κίνας για τις αμερικανικές επιχειρήσεις, και σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος!»
Οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών αναμένεται να συνεχιστούν σήμερα, με επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας τον υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ και τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου σε θέματα εμπορίου, Τζέιμισον Γκριρ. Από την άλλη πλευρά, η κινεζική αντιπροσωπεία ηγείται από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Χε Λιφένγκ.
Μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Τραμπ έχει χρησιμοποιήσει τους δασμούς ως μέσο πίεσης στους εμπορικούς του εταίρους. Επέβαλε επιπλέον τελωνειακούς δασμούς 145% στις εισαγωγές από την Κίνα, με το Πεκίνο να απαντά με δασμούς 125% στα αμερικανικά προϊόντα. Αυτό έχει οδηγήσει σε αναστάτωση των διμερών εμπορικών συναλλαγών και έχει προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στις παγκόσμιες αγορές.
Την Παρασκευή, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να μειώσει τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα στο 80%, με τον υπουργό Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ να δηλώνει ότι ο πρόεδρος επιθυμεί να διευθετήσει το πρόβλημα με την Κίνα και να ηρεμήσει την κατάσταση.
Η γενική διευθύντρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), Νγκόζι Οκόντζο-Ιουεάλα, εκτίμησε ότι οι συνομιλίες στη Γενεύη συνιστούν «ένα θετικό και εποικοδομητικό βήμα προς την αποκλιμάκωση». Παρά το γεγονός ότι οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αντιπροσωπεύουν μόλις το 3% του παγκόσμιου εμπορίου, η αποσύνδεση των δύο μεγάλων οικονομιών θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες.