Η ελληνική αγορά ακινήτων συνεχίζει να καταγράφει ανοδική πορεία με αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών και στα ενοίκια των εμπορικών ακινήτων. Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί ότι παρά την ανθεκτικότητα, η προσφορά ποιοτικών κατοικιών παραμένει περιορισμένη και η προσβασιμότητα για τους πολίτες μειώνεται, εντείνοντας την ανισορροπία.
Σύμφωνα με το τελευταίο σημείωμα της ΤτΕ, η μέση ετήσια αύξηση των τιμών διαμερισμάτων για το δ’ τρίμηνο του 2024 ανήλθε στο 6,6%, ενώ στο γ’ τρίμηνο είχε φτάσει το 9,6%. Παρά την επιβράδυνση, οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 73% από το 2017, πλησιάζοντας τα επίπεδα του 2008.
Η κατασκευαστική δραστηριότητα παρουσίασε αύξηση 29,1% στο τέλος του 2024, αλλά η επένδυση στην κατοικία ανέρχεται μόλις στο 2,7% του ΑΕΠ, κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό δείχνει ότι οι νέες οικοδομές δεν φτάνουν για να καλύψουν τη ζήτηση.
Η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι η προσφορά σύγχρονων και ενεργειακά αποδοτικών κατοικιών είναι περιορισμένη, γεγονός που καθιστά δύσκολη την πρόσβαση σε προσιτή στέγη, ειδικά για τα νεότερα νοικοκυριά.
Στην αγορά των εμπορικών ακινήτων, οι τιμές των γραφείων αυξήθηκαν κατά 4,2% το πρώτο εξάμηνο του 2024, ενώ στα καταστήματα η αύξηση έφτασε το 7,8%. Τα ενοίκια επίσης ενισχύθηκαν, με αύξηση +2,2% στα γραφεία και +6,2% στα καταστήματα.
Η ζήτηση επικεντρώνεται κυρίως σε ποιοτικά ακίνητα σε περιοχές υψηλής προβολής ή τουριστικού ενδιαφέροντος. Αντίθετα, πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν χώρους με προσιτούς όρους μίσθωσης.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερθέρμανσης στην αγορά, αλλά καταγράφει τις δομικές πιέσεις στην προσβασιμότητα και την αναγκαιότητα στοχευμένης πολιτικής για στέγαση. Η επιτάχυνση νέων κατασκευών και η υποστήριξη της προσιτής κατοικίας είναι κρίσιμοι παράγοντες για την επόμενη φάση της αγοράς.