Η Ελλάδα κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ το 2024, που σε συνδυασμό με την εφαρμογή νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, ανοίγει το δρόμο για νέες μόνιμες παροχές ύψους 1,1 δισ. ευρώ το 2025. Οι παροχές αυτές δεν θα είναι προσωρινές, αλλά θα εγκαθιδρυθούν σε μόνιμη βάση.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι η ανάπτυξη, σε συνδυασμό με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, έχουν οδηγήσει σε επιπλέον έσοδα που ξεπερνούν τους αρχικούς στόχους. Αυτό σημαίνει ότι, παρά τους αυστηρούς ευρωπαϊκούς κανόνες, ένα σημαντικό μέρος αυτών των εσόδων μπορεί να επιστραφεί στους πολίτες.
Η κυβέρνηση, όμως, πώς προγραμματίζει τις νέες παροχές, δεδομένων των στενών ευρωπαϊκών δημοσιονομικών περιορισμών; Σύμφωνα με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκο Πιερρακάκη, η ευελιξία του νέου κανόνα, σε συνδυασμό με την εξαιρετική δημοσιονομική επίδοση της χώρας, δημιουργεί τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για νέες κυβερνητικές εξαγγελίες.
Ειδικότερα, το ετήσιο όριο αύξησης των κρατικών δαπανών για το 2025 είναι 3,7%, ενώ οι νέες παροχές που έχουν ανακοινωθεί φέρνουν την εκτιμώμενη αύξηση στο 4,5%, ξεπερνώντας τα 1,3 δισ. ευρώ. Αυτές περιλαμβάνουν το επίδομα επικινδυνότητας των ένστολων, τις απαλλαγές για χαμηλοσυνταξιούχους και τις αυξήσεις στο δημόσιο τομέα λόγω του κατώτατου μισθού.
Η υπέρβαση του ετήσιου ορίου είναι επιτρεπτή χάρη στην «έξυπνη» διαπραγμάτευση που έκανε η Αθήνα το 2024, επιτρέποντας την καταγραφή 2 δισ. ευρώ παροχών χωρίς να μετρηθούν ως αύξηση δαπανών. Επίσης, οι νέοι κανόνες επιτρέπουν τη μεταφορά μέρους του περιθωρίου αύξησης δαπανών σε επόμενα χρόνια, παρέχοντας στην Ελλάδα τη δυνατότητα να διατηρήσει «καβάτζα» για το 2026 και πέρα.
Αυτή η ευελιξία στον υπολογισμό των δαπανών, σε συνδυασμό με το εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα, επιτρέπει στην κυβέρνηση να διατηρεί σχεδόν αμετάβλητο τον καθαρό δείκτη δαπανών, παρά τις φοροελαφρύνσεις και τις παροχές που έχουν εξαγγελθεί.