Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, μετά την κατηγορηματική απόρριψη από το πανεπιστήμιο ενός συνόλου απαιτήσεων που θεσπίστηκαν από την Ουάσιγκτον και χαρακτηρίστηκαν ως «παράνομες».
Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν άμεση, με την απόφαση να παγώσουν χρηματοδοτήσεις ύψους 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων και σύμβαση 60 εκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τους New York Times, η κλιμάκωση αυτή της διένεξης αποτελεί σημαντική καμπή στην επίθεση της κυβέρνησης Τραμπ κατά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με σκοπό την «εκρίζωση της ιδεολογικής μονομέρειας και της αντισημιτικής ανοχής» στα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Η επιστολή της κυβέρνησης προς το Χάρβαρντ περιλάμβανε μια σειρά από απαιτήσεις που θα τροποποιούσαν ριζικά τη λειτουργία του πανεπιστημίου. Ανάμεσα σε αυτές είναι:
- Παροχή όλων των δεδομένων εισαγωγής, συμπεριλαμβανομένων απορριφθέντων και δεκτών υποψηφίων, διαχωρισμένων κατά φυλή, καταγωγή, GPA και επιδόσεις σε τεστ.
- Έλεγχος λογοκλοπής σε όλους τους νυν και υποψήφιους καθηγητές.
- Κατάργηση όλων των προγραμμάτων που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ένταξη.
- Άμεση αναφορά των ξένων φοιτητών με πειθαρχικά παραπτώματα στις ομοσπονδιακές αρχές.
- Επιβολή εξωτερικού ελέγχου σε ακαδημαϊκά προγράμματα με «ιστορικά προβλήματα αντισημιτισμού», όπως η Σχολή Δημόσιας Υγείας, η Ιατρική Σχολή και το Divinity School.
- Αξιολόγηση της «πολιτικής πολυφωνίας» στα τμήματα και πιθανή παρέμβαση για την ενίσχυσή της.
- Διενέργεια προσλήψεων υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, τουλάχιστον έως το 2028.
Η διοίκηση του Χάρβαρντ υποστηρίζει ότι αυτά τα αιτήματα συνιστούν πρωτοφανή παραβίαση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της συνταγματικής αυτονομίας ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος.