Μετά από 25 χρόνια διαπραγματεύσεων, η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της MERCOSUR ανοίγει νέες αγορές για τα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα, ειδικά για τα προϊόντα υψηλής ποιότητας με Γεωγραφικές Ενδείξεις. Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο όπου οι δασμοί των Ηνωμένων Πολιτειών στα εισαγόμενα προϊόντα από την ΕΕ έχουν επηρεάσει το ελεύθερο εμπόριο παγκοσμίως.
Η συμφωνία αυτή θα ωφελήσει περισσότερους από 700 εκατομμύρια καταναλωτές από τις δύο πλευρές, αναγνωρίζοντας συνολικά 350 ευρωπαϊκές γεωγραφικές ενδείξεις. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για την προώθηση εμβληματικών ελληνικών προϊόντων όπως η φέτα, το ελαιόλαδο και οι ελιές Καλαμάτας.
Η ζώνη Mercosur αποτελείται από έξι μεγάλες αγορές της Νότιας Αμερικής, αλλά η συμμετοχή της Βενεζουέλας έχει ανασταλεί και η Βολιβία δεν θα επωφεληθεί ακόμη από την εμπορική συμφωνία με την ΕΕ.
“Η ελληνική πρωτογενής παραγωγή, και ειδικά τα προϊόντα υψηλής ποιότητας με Γεωγραφικές Ενδείξεις, χρειάζονται έμπρακτη προστασία. Η ελληνική αγροτική ταυτότητα δεν πρέπει να υπονομεύεται από φθηνά αγροτικά προϊόντα με διαφορετικά πρότυπα παραγωγής”, αναφέρει ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας.
Ο Γενικός Γραμματέας Αγροτικής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων, Κώστας Μπαγινέτας, επισημαίνει ότι η Ελλάδα διαμορφώνει στάση για την αυστηρή τήρηση των ευρωπαϊκών προδιαγραφών και την προστασία της αγροτικής παραγωγής από αθέμιτο ανταγωνισμό.
Εμπορικό ισοζύγιο Ελλάδας με χώρες της MERCOSUR
Τα στοιχεία δείχνουν ανισορροπία στις συναλλαγές αγροτικών προϊόντων με τις χώρες της MERCOSUR. Η Ελλάδα καταγράφει ελλείμματα σε σχέση με την Αργεντινή και τη Βραζιλία, ενώ εμφανίζει πλεονάσματα με την Ουρουγουάη και ελλείμματα με την Παραγουάη.
Η συμφωνία με τις χώρες MERCOSUR και οι αντιδράσεις
Η συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για τη δημιουργία μεγαλύτερης ζώνης ελευθέρου εμπορίου, αλλά προκαλεί διχογνωμίες στην Ευρώπη. Οι αντιδράσεις ποικίλουν μεταξύ των κρατών μελών, με την Ελλάδα να επιμένει στην προστασία της ποιότητας και των προτύπων της παραγωγής της.
Οι επιφυλάξεις εκφράζονται από πολλές χώρες, ενώ άλλες υποστηρίζουν τη συμφωνία με οικονομικά και γεωστρατηγικά κίνητρα. Η Ιταλία παραμένει αμφίβολη, ενώ η Γαλλία, το Βέλγιο και η Πολωνία εκφράζουν έντονες αντιρρήσεις.