Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας προκειμένου να απαντήσει στον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ. Οι δασμοί που επέβαλε σε πολλές χώρες του κόσμου, με εξαιρέσεις όπως η Ρωσία, έχουν προκαλέσει σημαντικές αντιδράσεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε ότι η ΕΕ είναι έτοιμη να αντεπιτεθεί, παρά το γεγονός ότι δεν επιθυμεί μια τέτοια σύγκρουση. Οι Ευρωπαίοι έχουν ήδη πληγεί από δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο, με ποσοστό 25% που ανακοινώθηκε στις 10 Φεβρουαρίου, και ακολούθως σε αυτοκίνητα και ανταλλακτικά.
Η επιλογή των ΗΠΑ να επιβάλουν δασμούς στην ΕΕ, και όχι σε μεμονωμένα κράτη μέλη, οφείλεται στη δημιουργία της τελωνειακής ένωσης της ΕΕ το 1968, όπου οι δασμοί καταργήθηκαν μεταξύ των κρατών μελών. Στην πραγματικότητα, οι 27 χώρες της ΕΕ συνεργάζονται ως μία ενιαία αρχή για να εφαρμόσουν τους ίδιους δασμούς σε αγαθά που εισάγονται από τρίτες χώρες.
Η επιβολή δασμών από την πλευρά των ΗΠΑ δεν είναι κάτι νέο, καθώς ο Τραμπ είχε ήδη ξεκινήσει την επιβολή τους κατά την πρώτη του θητεία, με δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο, στους οποίους η ΕΕ αντέτεινε με δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα αξίας περίπου 3,3 δισ. δολαρίων. Στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ είχε καταφέρει να επιβάλει μια προσωρινή «ανακωχή» μεταξύ Ουάσιγκτον και Βρυξελλών.
Οι δασμοί που επιβλήθηκαν από την αμερικανική κυβέρνηση δικαιολογούνται ως «ανταποδοτικοί», αλλά στην πράξη λειτουργούν ως μια τιμωρητική πολιτική με στόχο τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ. Η εξίσωση υπολογισμού των δασμών περιλαμβάνει τις εισαγωγές και εξαγωγές ανάμεσα στις χώρες.
Το 2024, η ΕΕ κατέγραψε εμπορικό πλεόνασμα 235,6 δισ. δολαρίων με τις ΗΠΑ, με τις αμερικανικές αρχές να υπολογίζουν ότι οι δασμοί θα έπρεπε να είναι πάνω από 38%, καταλήγοντας τελικά στο 20%. Οι χώρες της ΕΕ πλήττονται διαφορετικά, με την Ελλάδα και τη Γαλλία να είναι μεταξύ των «χαμένων», παρόλο που διατηρούν εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ.
Οι τελωνειακοί δασμοί που καταβάλλονται στην ΕΕ αποτελούν περίπου το 14% του προϋπολογισμού της, και η ΕΕ ακολουθεί τις αρχές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου από το 1995.