Διασώστες στη Μιανμάρ καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανασύρουν ανθρώπους που έχουν παγιδευτεί στα χαλάσματα που προκλήθηκαν από τον ισχυρό σεισμό των 7,7 Ρίχτερ. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, οι νεκροί έχουν φτάσει τους 1.644.
Στην περιοχή Μανταλέι, οι επιζώντες αφηγούνται ιστορίες τρόμου και απόγνωσης. Ένας πολίτης περιέγραψε στο BBC ότι «ο κόσμος σκάβει με τα χέρια για να απομακρύνει τα μπάζα», ζητώντας να παραμείνει ανώνυμος από φόβο αντιποίνων από τη χούντα.
Το πρωί της Παρασκευής, οι διασώστες ανακάλυψαν ένα παιδί κάτω από τα ερείπια που ψιθύριζε ότι διψά. «Έδωσα στο παιδί ένα καλαμάκι, για να μπορέσει να φτάσει το νερό μέσα από τα χαλάσματα», είπε ο διασώστης, προσθέτοντας ότι ακούει φωνές να ζητούν βοήθεια.
Ωστόσο, οι προσπάθειες δεν σταματούν με την απελευθέρωση των παγιδευμένων. «Προσπαθούμε να σώσουμε όσους περισσότερους μπορούμε, αλλά ακόμα και όταν τους μεταφέρουμε στο νοσοκομείο, δεν μπορούν να τους περιθάλψουν. Δεν υπάρχει ρεύμα, δεν υπάρχει νερό», τόνισε.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από την έλλειψη καυσίμων, που καθιστά αδύνατη τη λειτουργία των αντλιών νερού και τη μεταφορά των τραυματιών.
Σύμφωνα με τον ίδιο διασώστη, υπό κανονικές συνθήκες πολλοί νέοι θα προσέφεραν βοήθεια στις διασώσεις. Όμως, μετά την επιβολή του νόμου υποχρεωτικής στράτευσης τον Φεβρουάριο του 2024, πολλοί έχουν εγκαταλείψει τις πόλεις ή έχουν ενταχθεί σε αντιστασιακές ομάδες. «Αν επιστρέψουν, θα συλληφθούν. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν πολλά νέα χέρια για βοήθεια», εξήγησε.
Καθώς η νύχτα έπεσε στη Μανταλέι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μιανμάρ, οι δρόμοι γέμισαν με πρόχειρες σκηνές και κουβέρτες. Πολλοί κάτοικοι αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν έξω, φοβούμενοι ότι τα σπίτια τους δεν θα αντέξουν σε έναν ακόμη σεισμό.
«Φοβόμαστε ότι κάποια αδύναμα κτίρια μπορεί να καταρρεύσουν», δήλωσε πολίτης στον Guardian.