Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να έχει πειστεί ότι η ενισχυμένη αξία του δολαρίου δεν είναι ευνοϊκή για την αμερικανική βιομηχανία. Πιστεύει ότι μια πιο αδύναμη νομισματική μονάδα θα μπορούσε να ενισχύσει τις εξαγωγές και, κατά συνέπεια, να συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης στη μεταποίηση, μειώνοντας παράλληλα το χρόνιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Ωστόσο, πολλοί αναλυτές αμφισβητούν αυτή την άποψη ή τη χαρακτηρίζουν υπεραπλουστευμένη.
Ο Ντέιβιντ Λούμπιν, ερευνητής στο Chatam House, επισημαίνει ότι όταν το δολάριο είναι ισχυρό, οι εισαγωγές αγαθών προς τις ΗΠΑ αυξάνονται, διότι τα εισαγόμενα προϊόντα γίνονται πιο φθηνά σε σύγκριση με τα εγχώρια, ενώ οι αμερικανικές εξαγωγές περιορίζονται, καθώς γίνονται πιο ακριβές. Ωστόσο, τονίζει ότι είναι πολύπλοκο να ελέγξει κανείς τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, καθώς αυτές καθορίζονται από τις αγορές και όχι από κυβερνητικές αποφάσεις.
Η αξία του δολαρίου καθορίζεται στις αγορές συναλλάγματος, σύμφωνα με τον Λούμπιν. Ο Άντονι Αμπραχαμιάν, αναλυτής της Rotschild & Co, σημειώνει ότι η ισχύς του δολαρίου την τελευταία δεκαετία οφείλεται κυρίως στους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Επιπλέον, ο Αμπραχαμιάν αναφέρει ότι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ οφείλεται κυρίως στην αυξημένη ζήτηση. Ο Αμερικανός καταναλωτής είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής παγκοσμίως, γεγονός που οδηγεί την Αμερική να εισάγει περισσότερα αγαθά από όσα εξάγει.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει κάποιους μηχανισμούς πίεσης για να μειώσει τη δύναμη του νομίσματος, όπως η μείωση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα, αν και αυτή είναι θεωρητικά ανεξάρτητη από την πολιτική εξουσία. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει στο παρελθόν ασκήσει πιέσεις στη διοίκηση της Τράπεζας.
Επιπλέον, το υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε να αγοράσει ξένα νομίσματα μέσω του Ταμείου Σταθεροποίησης Συναλλάγματος, αλλά αυτό θα απαιτούσε τεράστιες ποσότητες, δεδομένων των σημερινών μεγεθών της παγκόσμιας αγοράς συναλλάγματος.
Η επιθυμητή εξασθένηση του δολαρίου μπορεί να έχει και αρνητικές επιπτώσεις, όπως η αύξηση των τιμών στις εισαγόμενες πρώτες ύλες, που συχνά τιμολογούνται σε δολάριο. Ο Λούμπιν θεωρεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα αμερικανικά νοικοκυριά θα ήταν ο πληθωρισμός και η αύξηση της ανεργίας.
Ο Αμπραχαμιάν τονίζει ότι ακόμα κι αν ο Τραμπ καταφέρει να μειώσει την αξία του δολαρίου, αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιτύχει την ανταγωνιστικότητα, καθώς οι τιμές καθορίζονται κυρίως από άλλους παράγοντες όπως το κόστος παραγωγής και την ποιότητα των προϊόντων.
Ο Λούμπιν πιστεύει ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να καταστήσει τις ΗΠΑ λιγότερο ελκυστικές για ξένες επενδύσεις, αλλά αυτό ενέχει κινδύνους και απρόβλεπτες συνέπειες. Στις τελευταίες εβδομάδες, οι αντιφατικές αποφάσεις σε θέματα όπως η επιβολή δασμών φαίνεται να έχουν ήδη δημιουργήσει μια αίσθηση αστάθειας, καθιστώντας τη χώρα λιγότερο ελκυστική για επενδύσεις.