Η δικογραφία που αποκαλείται «Ατλας» του εγχώριου οργανωμένου εγκλήματος περιγράφει τη δράση της συμμορίας των «τσιγαράδων», οι οποίοι είναι γνωστοί για την παράνομη διακίνηση καπνικών προϊόντων. Στον φάκελο του οργανωμένου εγκλήματος παρελαύνουν τα «μεγάλα ονόματα» του υποκόσμου, πολλοί από τους οποίους είναι φυλακισμένοι.
Η συμμορία του «Εντικ» ή «Φωνή» έχει εμπλακεί σε διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες και η χαρτογράφηση της δράσης της οδήγησε στην εξιχνίαση δολοφονιών κατά παραγγελία. Οι επόμενοι στόχοι στον αδυσώπητο πόλεμο της νύχτας είναι καταγεγραμμένοι, με τον πόλεμο αυτό να εκτείνεται από τη δεκαετία του ’80, με τις γενιές των εγκληματιών να εναλλάσσονται και να αλληλοεξοντώνονται.
Για την εξόντωση των τελευταίων μελών της Greek Mafia, ο αρχηγός της συμμορίας δεν δίστασε να προσφέρει έως και ένα εκατομμύριο ευρώ «το κεφάλι» για στόχους όπως οι Γιάννης Σκαφτούρος, Βασίλης Ρουμπέτης, Διονύσης Μουζακίτης και Βαγγέλης Ζαμπούνης.
Η δικογραφία που αποκαλύπτει το «ΘΕΜΑ» εξηγεί τους λόγους πίσω από τις δολοφονίες συγκεκριμένων προσώπων, καθώς και τη συνεργασία ποινικών με τρομοκράτες μέσα στις φυλακές. Αυτή η συνεργασία επιβεβαιώνει τη θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων ανάμεσα στο κοινό έγκλημα και την τρομοκρατία.
Η συμμορία προχωρούσε σε απαγωγές και τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών για την «διευθέτηση» οικονομικών διαφορών, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του εισπράκτορα. Στη δικογραφία περιγράφεται η περίπτωση του Ριχάρδου Μυλωνά, ιδιοκτήτη ενεχυροδανειστηρίων, που εκβιάστηκε να εξοφλήσει οφειλές με την απειλή τοποθέτησης εκρηκτικών σε καταστήματά του.
Η δράση της συμμορίας περιλαμβάνει διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες, όπως συμβόλαια θανάτου, λαθρεμπόριο και εκβιασμούς, με σκοπό την επέκταση της δράσης τους και στη Μύκονο. Οι κακοποιοί επιχείρησαν να ελέγξουν τη νύχτα του νησιού μέσω επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και συμμετοχής σε διαμάχες συνεταίρων σε τουριστικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, μέλη του εγκληματικού συνδικάτου απειλούσαν καθημερινά υπαλλήλους και επιχειρηματίες, απαιτώντας μεγάλα ποσά για την παροχή «προστασίας» στην αλυσίδα καταστημάτων του «αντίπαλου» επιχειρηματία.