Η Ρωσία, που δεν αποδέχθηκε το αμερικανικό και ουκρανικό σχέδιο εκεχειρίας, βρίσκεται σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, και είναι απίθανο να μην το εκμεταλλευτεί.
Ο τρόπος που ο Ντόναλντ Τραμπ χειρίστηκε την κατάσταση από την αρχή της διαπραγμάτευσης, έφερε τη Μόσχα από μία κατάσταση αδράνειας, στην οποία είχε περιέλθει από την εισβολή της στην Ουκρανία, σε μία πιο ενεργή θέση. Ο Τραμπ, με την προσέγγισή του προς τον Ζελένσκι και το Κίεβο, φαίνεται να έχει δώσει τη δυνατότητα στη Ρωσία να επανακαταλάβει τον ρόλο της στη διεθνή σκηνή, ειδικά στην Ουάσινγκτον.
Ο Πούτιν, με την ικανότητά του να διατυπώνει ένα «όχι» που μοιάζει με «ναι», έχει καταφέρει να διατηρήσει ανοιχτό το παράθυρο για διαπραγματεύσεις, ενώ παράλληλα υπονομεύει τις προσπάθειες του Ζελένσκι, ο οποίος έχει καταγγείλει την Ρωσία για την επιθυμία της να κερδίσει χρόνο και να αποφύγει την ειρηνική λύση.
Όσον αφορά τις απαιτήσεις της Μόσχας, είναι σταθερές και αμετακίνητες. Η Ρωσία απαιτεί αμερικανική δέσμευση και υπογραφή από την Ουκρανία σε κείμενο που θα αποκλείει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και θα αναγνωρίζει τα ρωσικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας.
Αν και οι όροι αυτοί είναι γνωστοί, η Ρωσία δείχνει να μην είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει. Οι στρατιωτικές εξελίξεις στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας, όπου οι ρωσικές δυνάμεις κερδίζουν έδαφος, ενισχύουν τη θέση της Μόσχας.
Παρά τη στρατηγική υπεροχή της Ρωσίας, η Ουάσινγκτον μπορεί να ασκήσει πίεση μέσω οικονομικών κυρώσεων και δασμών, που ενδεχομένως να επηρεάσουν τη ρωσική οικονομία. Ωστόσο, η πιθανότητα να «συρθεί» η Ρωσία σε διαπραγματεύσεις με όρους που δεν τη συμφέρουν παραμένει αμφίβολη.
Ο Τραμπ έχει ήδη προϊδεάσει για την επιβολή δασμών στην ρωσική οικονομία, τη στιγμή που η Ουκρανία αναμένει σημαντική στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ, με τη δυνατότητα να περιλαμβάνει και νέα οπλικά συστήματα.