Το 2024, οι πωλήσεις του Ozempic στην Ελλάδα πλησιάζουν το 1.000.000 συσκευασίες, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι πέρυσι διατέθηκαν 932.500 τεμάχια. Αυτή η αύξηση είναι εκρηκτική σε σύγκριση με το 2023, όταν οι πωλήσεις ανήλθαν σε 511.000 συσκευασίες, σημειώνοντας αύξηση 82,5%. Με μέση τιμή λιανικής 100 ευρώ, οι Έλληνες δαπανούν πάνω από 93 εκατ. ευρώ ετησίως για το ενέσιμο σκεύασμα της Novo Nordisk.
Αξιοσημείωτη είναι και η πορεία του Mounjaro, του αντίστοιχου σκευάσματος της Eli Lilly, που ξεκίνησε τη διάθεσή του στην Ελλάδα μόλις τον Νοέμβριο. Οι πωλήσεις του φτάνουν ήδη τις 12.000 συσκευασίες τον μήνα, ενώ η πρόσφατη μείωση τιμής προσφέρει επιπλέον κίνητρο για την αύξηση της ζήτησης, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό στην αγορά φαρμάκων αδυνατίσματος. Η τιμή του Mounjaro μειώθηκε κατά 23%, από 253,05 ευρώ σε 195,21 ευρώ.
Η ελληνική αγορά αντικατοπτρίζει την παγκόσμια τάση για τα σκευάσματα GLP-1, που προορίζονται κυρίως για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2, αλλά έχουν γίνει δημοφιλή και ως λύση για την απώλεια βάρους. Η ευρεία αποδοχή τους έχει δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση ότι αποτελούν μαγική λύση, αγνοώντας τους κινδύνους και τις προϋποθέσεις για μια συνολική αλλαγή στον τρόπο ζωής των χρηστών.
Η φετινή απονομή των βραβείων Όσκαρ ανέδειξε το Ozempic ως το «αστέρι» της βραδιάς, με πολλούς διάσημους να εμφανίζονται αδυνατισμένοι, γεγονός που συνδέεται άμεσα με τη χρήση αυτών των φαρμάκων. Η τάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στη βιομηχανία του θεάματος, αλλά επηρεάζει και τις διατροφικές συνήθειες και τις στρατηγικές των βιομηχανιών τροφίμων.
Εν τέλει, οι χρήστες φαρμάκων GLP-1 περιορίζουν την πρόσληψη θερμίδων, οδηγώντας σε αλλαγές στις καταναλωτικές τους συνήθειες και τις ανάγκες τους, με προοπτική ανάπτυξης μιας νέας «οικονομίας του Ozempic».