Ένα εντυπωσιακό πακέτο χρηματοδότησης ύψους 800 δισ. ευρώ, με πέντε βασικούς πυλώνες, 27 τακτικούς στρατούς και μια αναγκαία πυρηνική αποτροπή, σχηματίζουν τη βάση για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Αυτή η νέα στρατηγική αποτυπώνει τη διπλωματική και στρατιωτική ενοποίηση της Ευρώπης.
Η προεδρία Τραμπ προκάλεσε αλλαγές στη δυναμική ασφάλειας της Ευρώπης, οδηγώντας σε μια επείγουσα προετοιμασία απέναντι σε κάθε είδους απειλή. Οι χώρες της Ε.Ε. φαίνεται να αναγνωρίζουν την ευάλωτη κατάσταση της Ευρώπης, ειδικά μετά την παρατεταμένη περίοδο αποδυνάμωσης του αμυντικού τους εξοπλισμού.
Από το 1994, οι ηγέτιδες χώρες της Ε.Ε. έχουν σημειώσει δραματικές μειώσεις στον αμυντικό τους εξοπλισμό. Για παράδειγμα, η Γερμανία παρουσίασε μείωση 77% στα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης, ενώ η Μεγάλη Βρετανία μείωσε κατά 72% τις δαπάνες για μαχητικά αεροσκάφη. Αντίστοιχα, η Γαλλία και η Ισπανία παρουσίασαν σημαντικές περικοπές στις αμυντικές τους δαπάνες.
Η ευρωπαϊκή στρατιωτική κοινότητα αντιμετωπίζει έλλειψη εμπειρίας στη σχεδίαση και διοίκηση συνδυασμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων, με αναλυτές να επισημαίνουν τη σημασία της απόκτησης και συντήρησης λειτουργικών αμυντικών συστημάτων, αντί της σπατάλης σε ακριβές τεχνολογίες.
Πρακτικά, το νέο αμυντικό πακέτο προσφέρει χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως πρόσθετες αμυντικές δαπάνες έως 1,5% του ΑΕΠ, που θα εξαιρεθούν από τα όρια δαπανών της Ε.Ε. για τέσσερα χρόνια. Σκοπός είναι η προώθηση της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων και κινήτρων για επενδύσεις.
Οι μεγάλοι «παίκτες» της παγκόσμιας αμυντικής βιομηχανίας δεν παραμένουν αδιάφοροι, καθώς η ζήτηση για οπλικά συστήματα και παραδοσιακό στρατιωτικό εξοπλισμό αυξάνεται, ειδικά λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία.
Η Ρωσία, για παράδειγμα, έχει αυξήσει την παραγωγή βλημάτων πυροβολικού, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για ανασχεδιασμό των ευρωπαϊκών επιμελητειακών δικτύων. Οι αμυντικές εταιρείες έχουν ήδη αρχίσει να βλέπουν αύξηση στις μετοχές τους, με ενδείξεις ρεκόρ στις παραγγελίες και σημαντικές επιδόσεις από τις αρχές του 2024.