Στις 16 Φεβρουαρίου, συμπληρώνονται 61 χρόνια από την νίκη της Ενώσεως Κέντρου, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου, στις εκλογές του 1964 με ποσοστό 53%. Η Ενωση Κέντρου, ένας συνασπισμός μικρών κομμάτων, αν και πολιτικά τοποθετημένη στον κεντρώο χώρο, δεν είχε έναν σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και περιλάμβανε πολιτικούς από διαφορετικά ρεύματα. Η ηγετική προσωπικότητα του Παπανδρέου αποτέλεσε τον συνεκτικό κρίκο αυτής της πολιτικής συμμαχίας.
Η ιστορία μας θυμίζει ότι την εποχή εκείνη, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η ΕΡΕ κατείχαν την κυριαρχία στην πολιτική σκηνή, κερδίζοντας τρεις συνεχόμενες εκλογές. Αν και το 1963 ο Παπανδρέου κέρδισε, δεν είχε αυτοδυναμία, γεγονός που οδήγησε στις εκλογές του 1964 και στην τελική νίκη της Ενώσεως Κέντρου.
Σήμερα, οι πολιτικές συνθήκες επαναφέρουν την ανάγκη για έναν κεντροαριστερό συνασπισμό, ώστε να υπάρξει αντίκτυπος στην κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ωστόσο, η σημερινή πολιτική σκηνή παρουσιάζει πολυδιάσπαση, με πέντε αντιδεξιά κόμματα να βρίσκονται στη Βουλή, αλλά οι συνεννοήσεις μεταξύ τους φαίνονται να είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Επιπλέον, λείπει η ισχυρή πολιτική προσωπικότητα που θα μπορούσε να ενώσει τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, όπως έκανε ο Παπανδρέου το 1964. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, δεν φαίνεται διατεθειμένος να αναλάβει πρωτοβουλίες, ενώ η δημοφιλία του κινείται σε χαμηλά επίπεδα.
Ο Σωκράτης Φάμελλος, πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει επίσης καταφέρει να επιδείξει την ηγετική ικανότητα που απαιτείται για να ενώσει την προοδευτική παράταξη. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζονται από εγωισμούς και ανταγωνισμούς, που εμποδίζουν κάθε προσπάθεια για συνεργασία.
Η αδυναμία των κομμάτων να συνεργαστούν και η έλλειψη μιας συγκεκριμένης κυβερνητικής πρότασης είναι κρίσιμα ζητήματα. Όσο οι καθυστερήσεις στη συγκρότηση του προοδευτικού συνασπισμού συνεχίζονται, τόσο τα ποσοστά τους θα μειώνονται, ενισχύοντας τις ακραίες φωνές στην πολιτική σκηνή.
Η αναζήτηση ενός ηγέτη-μεσσία από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει απτή λύση, καθώς οι υπάρχοντες ηγέτες δεν θεωρούνται ικανοί να επαναστατήσουν και να αναδιοργανώσουν τη προοδευτική παράταξη. Η κατάσταση αυτή ενισχύει τη ρευστότητα του κομματικού συστήματος και καθιστά δύσκολη την εκμετάλλευση της κυβερνητικής φθοράς από τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς.