Η νέα ρύθμιση του υπουργείου Εργασίας προσφέρει κίνητρο στις επιχειρήσεις για να δηλώνουν τις υπερωρίες των εργαζομένων, με στόχο τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους σε όλη την οικονομία.
Η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνει τη μείωση των επιπρόσθετων εισφορών που καταβάλλονται για την υπερεργασία, τις υπερωρίες, τη νυχτερινή εργασία και τις αργίες, με σκοπό την αύξηση των καθαρών αποδοχών των εργαζομένων και τη μείωση του κόστους για τις επιχειρήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι θα ωφεληθούν μέσω της μείωσης των επιπρόσθετων εισφορών τους, γεγονός που θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημά τους. Από την άλλη πλευρά, οι εργοδότες θα υπολογίζουν τις εργοδοτικές εισφορές μόνο επί του ωρομισθίου.
Για παράδειγμα, αν ένας εργαζόμενος λαμβάνει 200 ευρώ ως αμοιβή για υπερωρίες, το όφελος που θα έχει θα είναι περίπου 28,4 ευρώ, εκ των οποίων 9 ευρώ θα κερδίσει ο εργαζόμενος και 19,4 ευρώ ο εργοδότης. Αυτή η προωθούμενη ρύθμιση στοχεύει στη μείωση του κόστους της επιπλέον απασχόλησης και διευκολύνει τη δήλωση και πληρωμή των υπερωριών.
Η νομοθεσία καθορίζει ότι η υπερεργασία αμείβεται με προσαύξηση 20%, οι υπερωρίες με προσαύξηση 40%, η νυχτερινή εργασία με 25% και η εργασία σε Κυριακές ή αργίες με 75%. Οι ασφαλιστικές εισφορές θα υπολογίζονται πλέον μόνο επί του ωρομισθίου, χωρίς την προσαύξηση.
Η υποχρέωση των εργοδοτών για δήλωση των υπερωριών μέσω της ψηφιακής κάρτας εργασίας είναι κρίσιμη για την ελάφρυνση των εισφορών. Σε περίπτωση μη δήλωσης, θα επιβάλλονται πρόστιμα. Η εφαρμογή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας έχει οδηγήσει σε αύξηση των δηλωμένων υπερωριών, με ποσοστά που φτάνουν έως και το 60% σε συγκεκριμένους κλάδους.
Η αύξηση αυτή αναδεικνύει την έκταση της γκρίζας οικονομίας, καθώς πολλοί εργαζόμενοι πραγματοποιούν υπερωρίες χωρίς να αμείβονται ή αμείβονται υποκατώτατα, δηλώνοντας μερική απασχόληση.