Μια διεθνής ερευνητική ομάδα εξετάζει εδώ και δύο δεκαετίες τη δραστηριότητα του υποθαλάσσιου ηφαιστείου Κολούμπο, ένα από τα πιο ενεργά υποθαλάσσια ηφαίστεια της Μεσογείου, το οποίο βρίσκεται 7 χλμ. βορειοανατολικά της Σαντορίνης, μέσω του ερευνητικού προγράμματος SANTORY.
Η ομάδα του SANTORY αποτελείται από επιστήμονες με μακροχρόνια εμπειρία στη μελέτη του ελληνικού ηφαιστειακού τόξου από το Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος και το Τμήμα Φυσικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, το Εργαστήριο Τηλεπισκόπησης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το Εθνικό Ινστιτούτο Γεωφυσικής και Ηφαιστειολογίας του Παλέρμου, το Πανεπιστήμιο του Μιλάνο-Μπικόκα και την ισπανική εταιρία Ploatech, με συντονίστρια την καθηγήτρια Γεωλογικής Ωκεανογραφίας του ΕΚΠΑ Παρασκευή Νομικού.
Το ερευνητικό πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), έχει παράγει σημαντικά επιστημονικά αποτελέσματα, ενισχύοντας τη γνώση που υπάρχει για το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο.
Με τις πρόσφατες σεισμικές δονήσεις στη θαλάσσια περιοχή της Σαντορίνης, η προσοχή επικεντρώνεται στο υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπος. Ο Κολούμπος, αν και αόρατος από την επιφάνεια στα 7 χλμ βορειοανατολικά της Σαντορίνης, είναι ένα από τα πιο ενεργά υποθαλάσσια ηφαίστεια της Μεσογείου. Η τελευταία του έκρηξη το 1650 προκάλεσε την εκπομπή τοξικών αερίων που κόστισαν τη ζωή σε πάνω από 70 κατοίκους της Σαντορίνης, ενώ το τσουνάμι που ακολούθησε προκάλεσε σοβαρές υλικές ζημιές στη Σαντορίνη, την Ίο και τη Σίκινο, αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Το ηφαίστειο Κολούμπο αποτελεί για τους επιστήμονες του SANTORY ένα μοναδικό φυσικό εργαστήριο, το οποίο μελετούν εδώ και είκοσι χρόνια. Σκοπός της ερευνητικής ομάδας στο πρόγραμμα SANTORY είναι η συνεχής παρακολούθηση της δραστηριότητάς του με όργανα τελευταίας τεχνολογίας για να εκτιμήσουν πόσο ενεργό είναι το υδροθερμικό του πεδίο και να αναλύσουν πόσο επικίνδυνο είναι για τον πληθυσμό των κοντινών νησιών, σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Αναλυτικά, έχουν τοποθετηθεί στο εσωτερικό του κρατήρα στα 500 μέτρα βάθος ειδικοί αισθητήρες που μετρούν φυσικοχημικές παραμέτρους, κλισιόμετρα για τη μέτρηση των θαλάσσιων ρευμάτων, θερμόμετρα για τη μέτρηση των αλλαγών της θερμοκρασίας των καμινάδων, οπτικές κάμερες για την καταγραφή της υδροθερμικής ροής των ρευστών, καθώς και μία UV κάμερα CHERI για τον εντοπισμό της ακτινοβολίας Cherenkov, ενώ έχουν εγκατασταθεί όργανα για μετρήσεις ακτινοβολίας-γ σε πραγματικό χρόνο.
Στο πλαίσιο της έρευνάς τους, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες νερού για μικροβιολογικές αναλύσεις, απομονώθηκαν μικροοργανισμοί από το ακραίο περιβάλλον του Κολούμπο και πραγματοποιήθηκαν μεταγονιδιωματικές αναλύσεις, προκειμένου να αναδειχθούν νέες πληροφορίες για τον κύκλο του άνθρακα και του μεθανίου.
Η συνεχής παρακολούθηση του Κολούμπο είναι αναγκαία για την εκτίμηση της ηφαιστειακής επικινδυνότητας, όπως εφαρμόζεται διεθνώς στην επιτήρηση των υποθαλάσσιων ηφαιστείων.