Οι κυρώσεις των ΗΠΑ κατά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία του, επηρεάζοντας τις δικαστικές διαδικασίες και τη διεθνή δικαιοσύνη. Οι φόβοι είναι ότι η αποδυνάμωση του ΔΠΔ μπορεί να δώσει ελεύθερο δρόμο στους δικτάτορες και να υπονομεύσει τις προσπάθειες για δικαιοσύνη και ανθρώπινα δικαιώματα.
Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, οι κυρώσεις που ανακοίνωσε σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ κατά του Δικαστηρίου θα μπορούσαν να το οδηγήσουν σε επιχειρησιακή παράλυση.
Στα μέτρα περιλαμβάνεται η απαγόρευση για τα μέλη του προσωπικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου να ταξιδεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, πράγμα που θα περιέπλεκε το έργο του. Χρηματοπιστωτικοί θεσμοί μπορούν να αρνηθούν να συνεργασθούν με το Δικαστήριο από τον φόβο των αμερικανικών αντιποίνων.
Οι αμερικανικές κυρώσεις μπορούν επίσης να επηρεάσουν τεχνικές λειτουργίες και επιχειρήσεις πληροφορικής του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ανάμεσά τους και τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων.
Εκφράζονται επίσης φόβοι ότι, εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων, θύματα εγκλημάτων για τα οποία είναι αρμόδιο το διεθνές δικαστήριο θα διστάζουν να εμφανισθούν.
Εταιρείες και οργανισμοί είναι πιθανό να σταματήσουν τις σχέσεις τους με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο διότι είναι πολύ επικίνδυνο, σημειώνει ερευνητής του Ινστιτούτου TMC Asser του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ.
Οι κυρώσεις προκάλεσαν εσωτερική κρίση στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, σύμφωνα με ερευνητή του Ινστιτούτου NIOD για την μελέτη του πολέμου, του Ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας.
Το ΔΠΔ θα ξεκινήσει κατά πάσα πιθανότητα διπλωματική εκστρατεία για να εξασφαλίσει υποστήριξη προς τον θεσμό και προς την διεθνή δικαιοσύνη.
Τεχνικά, το ιδρυτικό καθεστώς του ΔΠΔ του επιτρέπει να λάβει μέτρα κατά οποιουδήποτε επιτίθεται κατά του προσωπικού του ή θέτει εμπόδια εκφοβίζοντας ή ασκώντας αθέμιτη επιρροή επί μέλους του ΔΠΔ.
Από νομικής απόψεως, αυτό σημαίνει ότι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο μπορεί να απαντήσει στον Τραμπ, αλλά αυτό δεν θα διευθετούσε την κατάσταση.
Οι ειδικοί φοβούνται ότι η αποδυνάμωση του Δικαστηρίου, που ερευνά εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μπορεί να δώσει λευκή επιταγή στους δικτάτορες.
Οι κυρώσεις επιδιώκουν να υπονομεύσουν και να καταστρέψουν ό,τι η διεθνής κοινότητα έχει προσεκτικά οικοδομήσει επί δεκαετίες ή και αιώνες, δηλώνει γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας.
Αν οι κυρώσεις έχουν ως στόχο τον εισαγγελέα του ΔΠΔ, πράγμα πιθανό, αυτό σημαίνει ότι οι έρευνες σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, η Ουκρανία, το Σουδάν επηρεάζονται.
Τα θύματα θα στερηθούν δικαστικές διαδικασίες ακόμη και σε υποθέσεις που δεν αποδοκιμάζουν οι ΗΠΑ, σύμφωνα με ερευνητή. Οι κυρώσεις θα υπονομεύσουν όλες τις έρευνες, όχι μόνο την έρευνα για την Παλαιστίνη.
Το Δικαστήριο βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την Ιταλία, η οποία απελευθέρωσε ύποπτο για εγκλήματα του λιβυκού πολέμου που καταζητείται από το ΔΠΔ. Πολλές χώρες έχουν επίσης εκφράσει επιφυλάξεις για τυχόν σύλληψη του Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Στην συγκυρία αυτή, οι αμερικανικές κυρώσεις αντιπροσωπεύουν υπαρξιακή απειλή για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Είναι μία κομβική στιγμή.
Ναι. Το 2020, ο υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ Μάικ Πομπέο επέβαλε κυρώσεις κατά του εισαγγελέα Φάτου Μπενσούντα, τότε εισαγγελέα του ΔΠΔ, εξαιτίας της έρευνας για εγκλήματα πολέμου από αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν. Αναλαμβάνοντας την προεδρία των ΗΠΑ έναν χρόνο αργότερα ο Τζο Μπάιντεν ακύρωσε τις κυρώσεις.
Οι ΗΠΑ έχουν στη διάθεσή τους μέσα δυναμικής επέμβασης στην Ολλανδία. Το 2002, έτος έναρξης της λειτουργίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το αμερικανικό Κονγκρέσο υιοθέτησε τον Νόμο Εισβολής στην Χάγη που επιτρέπει στον αμερικανό πρόεδρο να δώσει εντολή για τη χρησιμοποίηση στρατιωτικής βίας για την απελευθέρωση τυχόν αμερικανού υπηκόου που μπορεί να κρατείται στην Χάγη από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.