Ο Νίκος Τσιρώνης, πρώην αντάρτης και κομμουνιστής, περιγράφει με έντονα συναισθήματα τη στιγμή που οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ παραδίδουν τα όπλα τους, ακολουθώντας τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Με δάκρυα στα μάτια, οι αντάρτες γονατίζουν και αγκαλιάζουν τα όπλα τους, τα οποία θεωρούν το πιο πολύτιμο και ιερό τους κτήμα. Στην πλατεία, ενώ παραδίδουν τον οπλισμό τους σε επιτροπές αξιωματικών, οι συγκινήσεις είναι έντονες, με πολλούς από αυτούς να παρακαλούν για μια τελευταία ευκαιρία να αλλάξει η απόφαση.
Οι ηγέτες του ΕΛΑΣ, μπροστά σε αυτό το δραματικό θέαμα, νιώθουν ανήμποροι να αλλάξουν την κατάσταση, ενώ οι αναμνήσεις των πολεμιστών να γυρίζουν άοπλοι στα χωριά τους ματώνουν τις καρδιές τους. Η παρουσία των στρατηγών Μπακιρτζή και Βαφειάδη προκαλεί ακόμα περισσότερα δάκρυα και αναστεναγμούς, με ερωτήματα να πλανώνται στον αέρα: “Γιατί;” και “Άδικα;”.
Ο Τσιρώνης, αναγνωρίζοντας την οδύνη της στιγμής, παραλείπει ωστόσο κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες. Ο αφοπλισμός δεν ήταν απλώς μια υποχρέωση του ΕΑΜ σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, αλλά και μια στρατηγική κίνηση από πλευράς του ΚΚΕ, ώστε να προετοιμαστεί για μελλοντικές εχθροπραξίες. Αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας, η ηγεσία του ΚΚΕ έδωσε εντολή για την κρυφή απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διαφόρων ιστορικών, ο οπλισμός που παρέμεινε κρυφός ήταν επαρκής για να εξοπλίσει 20.000 αντάρτες, με κάποιες εκτιμήσεις να ανεβάζουν τον αριθμό των όπλων στα 40.000. Οι κρυψώνες που είχαν δημιουργηθεί από τους αντάρτες, τόσο στις πόλεις όσο και στα βουνά, συνέβαλαν στην εξασφάλιση αυτού του πολεμικού υλικού για μελλοντική χρήση.
Με αυτές τις ενέργειες, η Συμφωνία της Βάρκιζας παραβιάστηκε από την αριστερή πλευρά, ενώ οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι διωγμοί και οι επιθέσεις κατά των αριστερών μετά τη συμφωνία ήταν μια αντίδραση σε όλες τις βιαιοπραγίες που είχαν προηγηθεί κατά την κατοχή.