Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται σε μια περίοδο εμπορικών και πολιτικών εντάσεων, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή δασμών σε τρεις χώρες με στόχο να τις πιέσει να αντιμετωπίσουν σοβαρά ζητήματα που έχουν επισημανθεί από την Ουάσινγκτον.
Συγκεκριμένα, οι χώρες που στοχοποιούνται είναι ο Καναδάς, το Μεξικό και η Κίνα, με δασμούς που κυμαίνονται από 10% έως 25%. Ο Αμερικανός πρόεδρος εκφράζει την ανησυχία του για την αναποτελεσματική αντιμετώπιση από τον Καναδά της διακίνησης φαιντανύλης, για την έλλειψη συνεργασίας του Μεξικού όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση και για το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα.
Οι τρεις χώρες συνιστούν περίπου 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε αμερικανικές εισαγωγές, ή το 40% των συνολικών εισαγωγών των ΗΠΑ, και είναι σημαντικοί πελάτες για τα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα. Η κίνηση αυτή θέτει το θεμέλιο για έναν πιθανό εμπορικό πόλεμο στη Βόρεια Αμερική, ο οποίος, όπως σημειώνουν οι οικονομολόγοι, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και να αυξήσει τον πληθωρισμό.
Μέσα σε μια εβδομάδα από τον “πόλεμο των δασμών” με την Κολομβία, ο Τραμπ χρησιμοποίησε την απειλή επιβολής δασμών ως εργαλείο πίεσης προς άλλες χώρες. Μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνει την απειλή του για γενικό δασμό 10% ή 20% σε όλες τις εισαγωγές των ΗΠΑ, εστιάζοντας σε κρίσιμα υλικά όπως οι ημιαγωγοί και τα προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας.
Οι πρόσθετοι δασμοί που ανακοινώθηκαν περιλαμβάνουν 25% για καναδικά και μεξικανικά προϊόντα, ενώ για τα κινεζικά αγαθά θα είναι 10%. Η εφαρμογή των δασμών για τα καναδικά προϊόντα έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει από την Τρίτη 4 Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με τον Τραμπ, η επιβολή των δασμών σχετίζεται με το νόμο του 1977 για τις διεθνείς εκτάκτους οικονομικές εξουσίες και στοχεύει στην προστασία των Αμερικανών πολιτών από τις απειλές που προέρχονται από τη διακίνηση ναρκωτικών και την παράτυπη μετανάστευση.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει προειδοποιήσει ότι οι δασμοί στα μεξικανικά προϊόντα θα παραμείνουν σε ισχύ έως ότου το Μεξικό συνεργαστεί στην καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, ενώ παρόμοια ισχύει και για τον Καναδά, εφόσον δεν υπάρξει συνεργασία κατά των διακινητών ναρκωτικών και για την ασφάλεια των συνόρων.