Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απέστειλε νέα επιστολή στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ζητώντας άμεσες στρατηγικές για τη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Η παρέμβασή του τονίζει την ανάγκη για πιο γρήγορες και ευέλικτες δράσεις, ώστε η ΕΕ να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της και να αντεπεξέλθει στις ενεργειακές προκλήσεις.
Στην επιστολή του, ο κ. Μητσοτάκης επισημαίνει: «Οι τιμές μας δείχνουν ότι πρέπει να κινηθούμε ταχύτερα και διαφορετικά – να σκεφτούμε νέους τρόπους για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που μας απασχολούν», όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ του Bloomberg.
Η ενεργειακή κρίση του 2022 έχει αναδείξει τη διαφορά της Ευρώπης σε σχέση με τις ΗΠΑ και άλλες αγορές με χαμηλότερο κόστος. Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν αναγκάσει βιομηχανίες όπως η BASF SE να επενδύσουν αλλού, γεγονός που έχει επιδράσει αρνητικά στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας.
Κατά τον τελευταίο χρόνο, οι τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί περίπου 60%, καθώς η περιοχή προσπαθεί να αντικαταστήσει τις ρωσικές προμήθειες. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση της ως πύλη εισαγωγής ενέργειας μέσω επενδύσεων σε τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου και άλλες υποδομές.
Ο πρωθυπουργός τόνισε την ανάγκη καλύτερης ενσωμάτωσης των εθνικών δικτύων στην ΕΕ και ζήτησε ενίσχυση της ασφάλειας του φυσικού αερίου. «Οι γεωπολιτικές αλλαγές καθιστούν το έργο αυτό ακόμη πιο επείγον», σημείωσε, αναγνωρίζοντας ότι η Ευρώπη θα εξαρτάται από το φυσικό αέριο για τουλάχιστον δύο δεκαετίες ακόμη.
Επιπλέον, ο Μητσοτάκης πρότεινε τη δημιουργία ειδικής ομάδας εργασίας για την αύξηση των διασυνοριακών ροών ηλεκτρικής ενέργειας και την αναθεώρηση της διαδικασίας μακροπρόθεσμου σχεδιασμού των δικτύων. Επεσήμανε, επίσης, την ανάγκη περιορισμού των εξόδων που προκύπτουν από την υπερρύθμιση των εκπομπών.
Μετά από πέντε χρόνια εστίασης στις πράσινες πολιτικές, η Επιτροπή της ΕΕ επικεντρώνεται σε δράσεις που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, χωρίς να παραμελούν τις φιλόδοξες πολιτικές για το κλίμα.